- διακρούσῃ
- διακρούσηι , διάκρουσιςputting offfem dat sg (epic)διακρούωknockaor subj mid 2nd sgδιακρούωknockaor subj act 3rd sgδιακρούωknockfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ξηρυχάκης, Αγαθάγγελος — Κρητικός λόγιος κληρικός. Διετέλεσε εφημέριος στις ελληνικές κοινότητες της Βενετίας, της Τεργέστης και της Βιέννης. Έργα του: Άγνωστος κρητική εποποιία (1908), Ο κρητικός πόλεμος, ήτοι συλλογή των ποιημάτων Ανθίμου Διακρούση και Μαρίνου Τζάνε… … Dictionary of Greek